ἀνθεκτικός
English (LSJ)
ἀνθεκτική, ἀνθεκτικόν, clinging to, attached to, τινός Arr.Epict.4.11.3.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
participante c. gen. τοῦ καθαρίου de la limpieza Arr.Epict.4.11.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθεκτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ ἀντέχηταί τινος, νὰ προσκολλᾶται εἰς αὐτό, καὶ τοῦ καθαροῦ καὶ τοῦ καθαρίου εἰσὶν ἀνθεκτικοὶ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 11, 3.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνθεκτικός, -ή, -όν) αντέχω
νεοελλ.
1. ο στερεός, αυτός που δεν υποχωρεί
2. μτφ. αυτός που αντέχει, δείχνει κουράγιο, θάρρος
αρχ.
αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να συγκρατιέται γερά, να μένει προσκολλημένος σε κάτι ή κάποιον («τοῦ καθαροῦ εἰσιν ἀνθεκτικοί»).
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ἔχει τήν ἰδιότητα νά πιάνεται ἀπό κάτι). Ἀπό τό ἀντί + ἑκτικός τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.