ἀνθεκτικός

Revision as of 11:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀνθεκτική, ἀνθεκτικόν, clinging to, attached to, τινός Arr.Epict.4.11.3.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
participante c. gen. τοῦ καθαρίου de la limpieza Arr.Epict.4.11.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθεκτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ ἀντέχηταί τινος, νὰ προσκολλᾶται εἰς αὐτό, καὶ τοῦ καθαροῦ καὶ τοῦ καθαρίου εἰσὶν ἀνθεκτικοὶ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 11, 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνθεκτικός, -ή, -όν) αντέχω
νεοελλ.
1. ο στερεός, αυτός που δεν υποχωρεί
2. μτφ. αυτός που αντέχει, δείχνει κουράγιο, θάρρος
αρχ.
αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να συγκρατιέται γερά, να μένει προσκολλημένος σε κάτι ή κάποιον («τοῦ καθαροῦ εἰσιν ἀνθεκτικοί»).

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἔχει τήν ἰδιότητα νά πιάνεται ἀπό κάτι). Ἀπό τό ἀντί + ἑκτικός τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.