δωρεαστικός
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
δωρεαστική, δωρεαστικόν, concerning grants, γράμμα PMasp. 13.26 (vi A. D.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 propio de una donación δ. ... γράμμα acta de donación, PMonac.13.26 (VI d.C.), συμβόλαιον PMasp.340ue.123 (VI d.C.)
•subst. (τὸ) δωρεαστικόν = documento de donación δωρεαστικὸν διαφόρων πραγμάτων CPR 10.122.8 (VI d.C.).
2 adv. δωρεαστικῶς = generosamente, graciosamente οἰκίαν ἀποδώσει δ. Anon.in Rh.18.5.