διαψηφιστός
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
διαψηφιστή, διαψηφιστόν, elected, ἀρχαὶ κρυπτῇ ψήφῳ δ. Arist.Rh.Al.1424b2.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
elegido por votación αἱ δὲ μέγισται (ἀρχαί) κρυπτῇ ψήφῳ ... διαψηφισταί Anaximen.Rh.1424b3.
German (Pape)
[Seite 614] durch Abstimmen gewählt, Arist. rhet. Alex. 3. ἀρχαί
Russian (Dvoretsky)
διαψηφιστός: избранный голосованием (ἀρχαί Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
διαψηφιστός: -ή, -όν, ἐκλεχθεὶς διὰ ψήφου, ἀρχαὶ κρυπτῇ ψήφῳ δ. Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 3. 17.
Greek Monolingual
διαψηφιστός, -ή, -όν (Α)
αυτός που εκλέχθηκε με ψήφο, εκλεγμένος.