φοβερίζω
English (LSJ)
terrify, scare, LXX Ne.6.9, al.:—Pass., Cat.Cod.Astr. 8(4).194.
German (Pape)
[Seite 1294] schrecken, in Schrecken setzen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
φοβερίζω: ὡς καὶ νῦν, φοβερίζω, κάμνω τινὰ νὰ τρομάξῃ, Ἑβδ. (Νεεμ. Ϛ΄, 9, κ. ἀλλ.)· ― φοβερισμός, ὁ, τὸ φοβεριζειν, αὐτόθι (Ψαλμ. ΠΖ΄, 16).
Greek Monolingual
ΝΜΑ φοβερός
1. απειλώ κάποιον
2. προξενώ φόβο σε κάποιον, τον κάνω να φοβηθεί, τον τρομάζω.