μαριλοκαύτης

From LSJ
Revision as of 11:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰρῑλοκαύτης Medium diacritics: μαριλοκαύτης Low diacritics: μαριλοκαύτης Capitals: ΜΑΡΙΛΟΚΑΥΤΗΣ
Transliteration A: marilokaútēs Transliteration B: marilokautēs Transliteration C: marilokaytis Beta Code: marilokau/ths

English (LSJ)

μαριλοκαύτου, ὁ, charcoal-burner, S.Fr.1067 (prob. = Ichn.34, pl.).

German (Pape)

[ῑ], ὁ, der Kohlenbrenner, Hesych.

Russian (Dvoretsky)

μᾰρῑλοκαύτης: ου ὁ обжигальщик угля, угольщик Soph.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰρῑλοκαύτης: -ου, ὁ, ὁ καίων ἢ κατασκευάζων ἄνθρακας, ἀνθρακεύς, Σοφ. Ἀποσπ. 908. - «μαριλοσκαυτῶν· ἀνθρακευτῶν· μαρίλη γὰρ ἀπόψημα τῶν ἀνθράκων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μαριλοκαύτης, -ου, ὁ (Α)
αυτός που καίει ή παρασκευάζει μαρίλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαρίλη + καύτης (< καίω)].