θαλαμευτός
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
θαλαμευτή, θαλαμευτόν, hidden in a θάλαμος, θησαυρὸς Μουσᾶν Tim.Pers.245.
Greek Monolingual
θαλεμευτός, -ή, -όν (Α) θαλαμεύω
κλεισμένος σε θάλαμο, κρυμμένος σε θάλαμο.