καπνιστέον
From LSJ
Άνδρα μοι ἒννεπε, Μούσα, πολὺτροπον, ... → Tell me, o Muse, of that ingenious hero, ... (Homer's Odyssey)
English (LSJ)
one must smoke, 'gas', τοὺς ἐν τοῖς μετάλλοις ὄντας Ph.Bel.99.18.
Greek (Liddell-Scott)
καπνιστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ καπνίζω, δεῖ καπνίζειν, Φίλων Μαθ. σ. 99.