καπνιστέον
From LSJ
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
English (LSJ)
one must smoke, 'gas', τοὺς ἐν τοῖς μετάλλοις ὄντας Ph.Bel.99.18.
Greek (Liddell-Scott)
καπνιστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ καπνίζω, δεῖ καπνίζειν, Φίλων Μαθ. σ. 99.