παλιγκλινής
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
English (LSJ)
παλιγκλινές, bent back, Glossaria on παλιμπετές, Sch.A.R.4.1315.
Greek Monolingual
παλιγκλινής, -ές (Α)
αυτός που κλίνει προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. συγκλινής].