θανάτωσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, putting to death, Th.5.9; καταδίκαι καὶ -σεις πολιτῶν Plu.2.291c.
German (Pape)
[Seite 1186] ἡ, das Tödten, das Aussprechen des Todesurtheils u. die Hinrichtung, Thuc. 5, 9; ἐν καταδίκαις καὶ θανατώσεσι πολιτῶν Plut. qu. Rom. 113.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 condamnation à mort;
2 exécution capitale.
Étymologie: θανατόω.
Russian (Dvoretsky)
θᾰνάτωσις: εως (νᾰ) ἡ
1 предание смерти, казнь Thuc.;
2 осуждение на смерть, смертный приговор Plut.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰνάτωσις: -εως, ἡ, θανάτωμα, φόνος, ἄνευ ἀνδραποδισμοῦ ἢ θανατώσεως Θουκ. 5. 9. II. καταδίκη εἰς θάνατον, ἐπιβολὴ θανατικῆς ποινῆς, ἐν καταδίκαις καὶ θανατώσεσι πολιτῶν Πλούτ. 2. 291C.
Greek Monotonic
Middle Liddell
θᾰνάτωσις, εως [from θᾰνᾰτόω]
a putting to death, Thuc.