βιαστέον
From LSJ
English (LSJ)
one must do violence to, τύχην E.Rh.584; ἀλόγως β. Phld.Oec.p.56J.
Spanish (DGE)
hay que violentar οὐ β. τύχην E.Rh.584, οὐ ... ἀλ[όγως] β. Phld.Oec.p.56.
Greek (Liddell-Scott)
βιαστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει νὰ ἐπενέγκῃ τις βίαν εἰς, τύχην Εὐρ. Ρήσ. 584.
Greek Monotonic
βιαστέον: ρημ. επίθ. του βιάζω, πρέπει να ασκήσει κανείς βία σε..., σε Ευρ.