θαλασσογενής

Revision as of 11:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

θαλασσογενές, (γενέσθαι) sea-born, κήρυκες Archestr.Fr.56.7.

German (Pape)

[Seite 1182] ές, aus dem Meere geboren, Archestr. bei Ath. III, 92 e.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσογενής: -ές, (γενέσθαι) ἐκ τῆς θαλάσσης γεννηθείς, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 92Ε.

Greek Monolingual

-ές (Α θαλασσογενής, -ές)
αυτός που γεννήθηκε ή δημιουργήθηκε από τη θάλασσα
νεοελλ.
αυτός που έχει σχηματιστεί με την επενέργεια του θαλασσινού νερού («θαλασσογενείς ακτές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -γενής (< γένος), πρβλ. ενδογενής, ομογενής].