θεομίσητος

Revision as of 11:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ῑ], ον, = θεομισής 1, Arist.(?) in PLit.Lond.112, Ph.2.202.

Greek (Liddell-Scott)

θεομίσητος: -ον, = θεομῑσής, Ἐκκλ.· - θεομισητία, ἡ, = θεοσεχθρία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 416.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM θεομίσητος, -ον)
αυτός που μισείται από τον θεό ή τους θεούς («η θεομίσητη Διχόνοια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -μισητός (< μισώ), πρβλ. αξιομίσητος, λαομίσητος].

German (Pape)

gottverhaßt, K.S.