μισοΐδιος

From LSJ
Revision as of 11:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσοΐδιος Medium diacritics: μισοΐδιος Low diacritics: μισοΐδιος Capitals: ΜΙΣΟΪΔΙΟΣ
Transliteration A: misoḯdios Transliteration B: misoidios Transliteration C: misoidios Beta Code: misoi/+dios

English (LSJ)

[ῐδ], ον hating one's own family, Ptol.Tetr.161, Vett.Val.11.2.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοΐδιος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς ἰδίους ἑαυτοῦ συγγενεῖς, τοὺς οἰκείους, Πρόκ. παράφρ. Πτολ. σ. 226.

Greek Monolingual

μισοΐδιος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τους οικείους του, τους συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἴδιοι «συγγενείς»].

German (Pape)

[ῑ], die Seinigen hassend, Procl.