ἀχρειότης
English (LSJ)
-ητος, ἡ, unprofitableness, worthlessness, LXX To.4.13.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 inutilidad, Gloss.2.254 (ap. crít.).
2 miseria ἐν τῇ ἀχρειότητι ἐλάττωσις καὶ ἔνδεια μεγάλη· ἡ γὰρ ἀχρειότης μήτηρ ἐστὶν τοῦ λιμοῦ LXX To.4.13
•vileza βλέπε ... μὴ ... ὑπὸ τῆς τρυφῆς οἱ παῖδες ὕβρεως καὶ πολλῆς ἀχρειότητος κακίαν γεννήσωσιν Pythag.Ep.5.4.
German (Pape)
[Seite 419] ητος, ἡ, Untauglichkeit, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρειότης: -ητος, ἡ, ἀχρηστία, ἔλλειψις ἀξίας, Ἑβδ. (Τωβ. δ΄, 13).