σωματοβλάβεια
From LSJ
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
English (LSJ)
[βλᾰ], ἡ, bodily harm, or injury, Procl.Par.Ptol. 209.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοβλάβεια: ἡ, σωματικὴ βλάβη. Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 209.
Greek Monolingual
ἡ, Α
σωματική βλάβη, κάκωση του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -βλάβεια (< -βλαβής < βλάβη), πρβλ. φρενοβλάβεια].