κάκωση

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

η (AM κάκωσις, Μ και κάκωση) κακώ
κακοποίηση, κακομεταχείριση
νεοελλ.
ιατρ. ελαφρά ή και βαριά σωματική βλάβη που έχει προκληθεί από άλλο άτομο ή από εξωτερική βίαιη ενέργεια
νεοελλ.-μσν.
κακοπάθεια, ταλαιπωρία
μσν.
1. κακή πράξη
2. καταστροφή
3. τιμωρία
4. κακία, μίσος, έχθρα
5. προσωποποίηση της κακίας
6. οργή, θυμός
μσν.-αρχ.
κακό, βλάβη, δυστύχημα
αρχ.
1. πίεση, καταπίεση, κατάθλιψηκακοποίησις λαοῦ», ΠΔ)
2. κακή μεταχείριση ή παραμέληση τών γονιών από τον γιο («γραφή κακώσεως», Δημοσθ.)
3. το κακό αποτέλεσμα μιας ασθένειας («τὸ αἴτιον τῆς κακώσιος», Ιπποκρ.)
4. φρ. «κάκωσις ἐπαρχίας»
α) κακή διοίκηση
β) η δίκη για παράνομη είσπραξη χρημάτων κατά τη ρωμαιοκρατία.