κάκωση
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
Greek Monolingual
η (AM κάκωσις, Μ και κάκωση) κακώ
κακοποίηση, κακομεταχείριση
νεοελλ.
ιατρ. ελαφρά ή και βαριά σωματική βλάβη που έχει προκληθεί από άλλο άτομο ή από εξωτερική βίαιη ενέργεια
νεοελλ.-μσν.
κακοπάθεια, ταλαιπωρία
μσν.
1. κακή πράξη
2. καταστροφή
3. τιμωρία
4. κακία, μίσος, έχθρα
5. προσωποποίηση της κακίας
6. οργή, θυμός
μσν.-αρχ.
κακό, βλάβη, δυστύχημα
αρχ.
1. πίεση, καταπίεση, κατάθλιψη («κακοποίησις λαοῦ», ΠΔ)
2. κακή μεταχείριση ή παραμέληση τών γονιών από τον γιο («γραφή κακώσεως», Δημοσθ.)
3. το κακό αποτέλεσμα μιας ασθένειας («τὸ αἴτιον τῆς κακώσιος», Ιπποκρ.)
4. φρ. «κάκωσις ἐπαρχίας»
α) κακή διοίκηση
β) η δίκη για παράνομη είσπραξη χρημάτων κατά τη ρωμαιοκρατία.