βοθροειδής
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
βοθροειδές, 'pitting' on pressure, of tumours, Hp.Mul.2.118.
Spanish (DGE)
-ές
en forma de hoyo, hundido de pústulas al ser apretadas, Hp.Mul.2.118.
German (Pape)
[Seite 452] ές, grubenartig ausgehöhlt, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
βοθροειδής: -ές, ὅμοιος βόθρῳ, κοῖλος, Ἱππ. 641. 52.
Greek Monolingual
βοθροειδής, -ές (Α)
όμοιος με λάκκο, κοίλος.