ἀνεμόφθορος
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
ἀνεμόφθορον, blasted by the wind, LXX Ho.8.7, Ph.2.431.
Spanish (DGE)
-ον
1 consumido, agostado por el viento στάχυες λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι ἀνεφύοντο LXX Ge.41.6, cf. Pall.H.Laus.47.11, πᾶν τὸ σπειρόμενον ... ἀνεμόφθορον LXX Is.19.7, ἀνεμόφθορα ἔσπειραν LXX Os.8.7, οἱ καρποί Ph.2.431, γενήματα PMasp.2.2.26 (VI d.C.), cf. POxy.2332.19 (III d.C.).
2 fig. vacío, falso χειροτονία Pall.V.Chrys.16 (M.47.53).
German (Pape)
[Seite 223] vom Winde verdorben, zerstört, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμόφθορος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου φθαρείς, ὅτι ἀνεμόφθορα ἔσπειραν Ἑβδ. (Ὠσηὲ 8. 7), Φίλων 2. 431.