κεφαλοκλάστης

Revision as of 12:00, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κεφαλοκλάστου, ὁ, a surgical instrument, Hermes 38.284.

Greek Monolingual

κεφαλοκλάστης, ο (Α)
επιγρ. χειρουργικό εργαλείο για σπάσιμο κεφαλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -κλάστης (< κλάστης < κλώ «σπάω»), πρβλ. ανδροκλάστης, οστοκλάστης.