ἰκτερόομαι
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
Pass., have the jaundice, Hp.Prorrh.1.32, Gal.16.574.
German (Pape)
[Seite 1249] pass., gelbsüchtig werden, die Gelbsucht bekommen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἰκτερόομαι: Παθ., ἔχω ἴκτερον, «κιτρινάδα», Ἱππ. 69, Γλωσσ. Γαλην.