ἀπληγής
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
ἀπληγές, of verses, free from metrical defect, Diom.p.498 K.
Spanish (DGE)
-ές sin errores métricos de los versos, Diom.1.498.26.
Greek Monolingual
ἀπληγής (-οῦς), -ές (Α)
(για στίχο) αυτός που δεν παρουσιάζει μετρικές ανωμαλίες.