λέπισμα
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
-ατος, τό, peel, LXX Ge.30.37, Dsc.1.23, Gal.19.106.
German (Pape)
[Seite 29] τό, das Abgeschälte, Schale, Schuppe, = Vorigem, Diosc. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λέπισμα: τό, τὸ διὰ τῆς ἐκλεπίσεως ἀφαιρούμενον, φλοιός, Ἑβδ. (Γεν. Λ΄, 37), Διοσκ. 1. 22, Γαλην.
Greek Monolingual
(I)
λέπισμα, τὸ (Α) λεπίζω (Ι)], αυτό που αφαιρείται με ξεφλούδισμα, το φλούδι.
(II)
το
ζωολ. γένος θυσάνουρων εντόμων της οικογένειας λεπισμίδες.