νυμφάσματα
From LSJ
κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky
English (LSJ)
τά, bride's ornaments, Orac. ap. Phleg.Fr.36.10J.cod.
Greek Monolingual
νυμφάσματα, τὰ (Α)
κοσμήματα της νύφης, νυφικά στολίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη, κατά το ὑφάσματα].