ἐρίσφηλος

Revision as of 12:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἐρίσφηλον, overthrowing much, of Heracles, Stesich.82.

German (Pape)

[Seite 1031] sehr erschütternd, nach E. M. bei Stesichor. = ἐρισθενής, vom Herakles.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίσφηλος: -ον, = ἐρισθενής, ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, «Στησίχορος ἐρίσφηλον ἔφη τὸν Ἡρακλέα, ἴσον τῷ ἐρισθενῆ» Ἐτυμ. Μ. 100. 47.

Greek Monolingual

ἐρίσφηλος, -ον (Α)
(επίθ. του Ηρακλή) ο μεγαλοδύναμος, ο ερισθενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η γλώσσα του Ησυχίου «άσφηλοι ασθενείς
σφηλόν γάρ το ισχυρόν» δεν επιτρέπει αναγωγή της λ. στο ρ. σφάλλω.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: attribute of Herakles (Stesich. 82).
Derivatives: Beside it ἄσφηλοι ἀσθενεῖς. σφηλὸν γὰρ τὸ ἰσχυρόν H., but the meaning does not fit.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained; connection with σφάλλω does not fit. Cf. Fick GGA 1894, 227.

Frisk Etymology German

ἐρίσφηλος: {erísphēlos}
Meaning: Attribut des Herakles (Stesich. 82).
Derivative: Daneben ἄσφηλοι· ἀσθενεῖς. σφηλὸν γὰρ τὸ ἰσχυρόν H.
Etymology: Unerklärt; vgl. σφάλλω? Eine andere unsichere Vermutung von Fick GGA 1894, 227; s. Prellwitz s. φθάνω, WP. 2, 657.
Page 1,560