μεγαλοδύναμος
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
[ῠ], ον<, very powerful, Herm. in Phdr.p.176 A., PMag.Lond.121.881, PMag.Leid.V.11.24.
German (Pape)
[Seite 106] viel vermögend, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 605; – μεγαλοδυνάμενος ist f. L, dafür Schol. Aesch. Pers. 641.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοδύνᾰμος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων μεγάλην δύναμιν, Ἑρμίας εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 176. κτλ. - Ἐπίρρ. μεγαλοδυνάμως, μετὰ μεγάλης δυνάμεως, «Cod. gr. Par. 501, fol. 191 r0 et 1197, fol. 173 v0» ἐν Annu etc. IX, σ. 31.
Spanish
que tiene gran fuerza, que tiene gran poder
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑM μεγαλοδύναμος, -ον)
αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, παντοδύναμος, πανίσχυρος
νεοελλ.-μσν.
(το αρσ. ως κύριο όν.) ο Μεγαλοδύναμος
ο Θεός.
επίρρ...
μεγαλοδυνάμως (Α)
με μεγάλη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -δύναμος (< δύναμη), πρβλ. αυτοδύναμος].
Léxico de magia
-ον que tiene gran fuerza o que tiene gran poder de la divinidad suprema κύριε, χαῖρε, μεγαλοδύναμε, με<γα>λοκράτωρ, βασιλεῦ, μέγιστε θεῶν señor, te saludo, que tienes gran fuerza, gran poder, rey, el mayor entre los dioses P IV 639 de Tifón ἰσχυρὲ Τυφῶν, μεγαλοδύναμε, τὰς σὰς δυνάμεις ἀποτέλει poderoso Tifón, que tienes gran poder, realiza completamente tus actos de fuerza P XII 374 de Selene ἐπικαλοῦμαί σε, δέσποινα τοῦ σύμπαντος κόσμου, ... θεὰ μεγαλοδύναμε te invoco, señora de todo el cosmos, diosa de gran poder P VII 881 de otros seres indefinidos ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς, ἁγίους, μεγαλοδυνάμους os invoco a vosotros, sagrados, que tenéis gran poder P IV 1345 de un poder indefinido βεβελτιωμένος ὑπὸ κράτους μεγαλοδυνάμου καὶ δεξιᾶς χειρὸς ἀφθάρτου transformado por una fuerza poderosísima y una mano derecha inmortal P IV 519