ἀκατόπτευτος
From LSJ
English (LSJ)
ἀκατόπτευτον, not in aspect with, Paul.Al.O.2.
Spanish (DGE)
-ον
1 inadvertido μὴ νόμιζε ... τὸ σφάλμα ἀκατόπτευτον Rom.Mel.43.ιβʹ.3.2.
2 astrol. que no está en aspecto del planeta Venus, Paul.Al.70.4, de Saturno, Marte y el Sol, Paul.Al.73.3.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατόπτευτος, -ον) κατοπτεύω
αυτός που δεν έχει κατοπτευθεί ή δεν μπορεί να κατοπτευθεί, να παρατηρηθεί με προσοχή
αρχ.
εκείνος, τον οποίο δεν έχουν δει μαζί με άλλον.