ἀκατόπτευτος

From LSJ
Revision as of 12:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατόπτευτος Medium diacritics: ἀκατόπτευτος Low diacritics: ακατόπτευτος Capitals: ΑΚΑΤΟΠΤΕΥΤΟΣ
Transliteration A: akatópteutos Transliteration B: akatopteutos Transliteration C: akatopteftos Beta Code: a)kato/pteutos

English (LSJ)

ἀκατόπτευτον, not in aspect with, Paul.Al.O.2.

Spanish (DGE)

-ον
1 inadvertido μὴ νόμιζε ... τὸ σφάλμα ἀκατόπτευτον Rom.Mel.43.ιβʹ.3.2.
2 astrol. que no está en aspecto del planeta Venus, Paul.Al.70.4, de Saturno, Marte y el Sol, Paul.Al.73.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατόπτευτος, -ον) κατοπτεύω
αυτός που δεν έχει κατοπτευθεί ή δεν μπορεί να κατοπτευθεί, να παρατηρηθεί με προσοχή
αρχ.
εκείνος, τον οποίο δεν έχουν δει μαζί με άλλον.