πεντέχους

From LSJ
Revision as of 12:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντέχους Medium diacritics: πεντέχους Low diacritics: πεντέχους Capitals: ΠΕΝΤΕΧΟΥΣ
Transliteration A: pentéchous Transliteration B: pentechous Transliteration C: pentechous Beta Code: pente/xous

English (LSJ)

πεντέχουν, holding five χόες, ὑδρία Ar. Fr. 136.

Russian (Dvoretsky)

πεντέχους: содержащий пять χόες, т. е. ок. 16.2 литров (ὑδρία Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

πεντέχους: ουν, χωροῦσα πέντε χόας, ὑδρίαν πεντέχουν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 183.

Greek Monolingual

και πεντάχους, -ουν, Α
αυτός που χωρεί πέντε χόες («ὑδρίαν πεντέχουν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- / πεντα- + -χοῦς (< χοῦς «μέτρο χωρητικότητας υγρών»), πρβλ. επτά-χους].