πυρετικός

From LSJ
Revision as of 12:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρετικός Medium diacritics: πυρετικός Low diacritics: πυρετικός Capitals: ΠΥΡΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pyretikós Transliteration B: pyretikos Transliteration C: pyretikos Beta Code: puretiko/s

English (LSJ)

πυρετική, πυρετικόν, = πυρεκτικός, Ptol.Tetr.85.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πυρετικός, -ή, -όν, ΝΑ πυρετός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρετό («πυρετικοί σπασμοί» — επεισόδια σπασμών τα οποία παρουσιάζονται σε βρέφη και νήπια ηλικίας μεταξύ 6 μηνών και 5 ετών κατά τη διάρκεια εμπύρετων καταστάσεων, εκτός από οφειλόμενες σε λοιμώξεις του κεντρικού νευρικού συστήματος και άλλες γνωστές αιτίες σπασμών)
νεοελλ.
1. αυτός που προκαλεί πυρετό, πυρετώδης
2. συνεκδ. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από πυρετό.