ὀθνιότυμβος
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ὀθνιότυμβον, buried in a foreign land, Man.4.281.
German (Pape)
[Seite 296] in der Fremde begraben. Maneth. 4, 281.
Greek (Liddell-Scott)
ὀθνιότυμβος: -ον, ὁ τεθαμμένος ἐν ξένῃ χώρᾳ, Μανέθων 4. 281.
Greek Monolingual
ὀθνιότυμβος, -ον (Μ)
θαμμένος σε ξένη χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀθν(ε)ῖος «αλλοεθνής» + τύμβος.