σύμπορος
From LSJ
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
English (LSJ)
σύμπορον, accompanying, Procl.in Alc.p.165 C.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπορος: -ον, ὁ συνοδεύων τινά, συνοδοιπόρος, «τὸ σιγῶντο ἕπεσθαι δαιμόνιόν ἐστι, καὶ γὰρ τὸν ἀγαθὸν δαίμονα σύμπορον ἡμῖν εἰώθασι λέγειν» Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. α΄ 165.
Greek Monolingual
-ον, Α
συνοδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -πορος (< πόρος) πρβλ. αυτόπορος].