τρομοποιός
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
τρομοποιόν, causing fright, Sch. E.Ph.1285.
Greek (Liddell-Scott)
τρομοποιός: -όν, ὁ προξενῶν τρόμον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1291.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που προκαλεί τρόμο σε κάποιον, που τον κάνει να τρέμει από φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + -ποιός].