ἀπαρθρόομαι
From LSJ
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
English (LSJ)
Pass., to be jointed, ἀπό τινος Hp.Art.30.
Spanish (DGE)
articularse ὑπὸ τῆς ἄνω γνάθου καὶ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς Hp.Art.30.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρθρόομαι: παθ., ἑνοῦμαι δι’ ἀρθρώσεως, ἡ δὲ κάτω γνάθος ἀπήρθρωται ἀπὸ τῆς ἄνω γνάθου καὶ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς Ἱππ. π. Ἄρθρ. 797· ἴδε διαρθρόομαι: - ἀπάρθρωσις, ἡ, παρὰ Γαλην. τ. 5, σ. 400, 54, ἴδε τὴν λέξ. διάρθρωσις.