μουνιαδικόν

From LSJ
Revision as of 12:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουνιᾰδικόν Medium diacritics: μουνιαδικόν Low diacritics: μουνιαδικόν Capitals: ΜΟΥΝΙΑΔΙΚΟΝ
Transliteration A: mouniadikón Transliteration B: mouniadikon Transliteration C: mouniadikon Beta Code: mouniadiko/n

English (LSJ)

τό, = βουνιάς, prob. in Edict.Diocl.6.16.

Greek Monolingual

μουνιαδικόν, τὸ (Α) μουνιάς
το μονοετές ποώδες φυτό βουνιάς, της οικογένειας τών σταυρανθών, του οποίου το είδος erucago απαντά και στην Ελλάδα και οι βλαστοί του, γνωστοί ως βρούβες ή αγριοβλάσταρα, τρώγονται ως λαχανικό.