χρυσωρύχιον
From LSJ
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
German (Pape)
[Seite 1383] τό, v. l. von χρυσωρυχεῖον.
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
[Seite 1383] τό, v. l. von χρυσωρυχεῖον.