-ατος, τό, misfortune, LXX 2 Ma.5.20.
-ματος, τό desgracia LXX 2Ma.5.20.
[Seite 687] τό, Unglücksfall, Macrob.
δυσπέτημα: τό, δυστύχημα Ἑβδ. (2 Μάκκ.ε',20).
δυσπέτημα (-ατος), το (Α)συμφορά, δυστυχία.