προπύργιον
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
English (LSJ)
τό, small outwork, BGU 1734.8 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 741] τό, Vorthürmchen, Schol. Lycophr. 447.
Greek (Liddell-Scott)
προπύργιον: τό, ὡς καὶ νῦν, μικρὸς πύργος κείμενος πρὸ ἄλλων μεγαλειτέρων, προμαχών, προτείχισμα, Γεωργ. Κεδρ. Ἱστ. 414C, κλπ.· τοῦ Ἰλίου τοὺς προπυργίους δόμους Θεοδοσ. Ἀκροάσ. 1, 24.