λυχνοκαυτία
English (LSJ)
Greek Monolingual
λυχνοκαυτία, ἡ (Α) λυχνοκαυτώ
η λυχνοκαΐα.
German (Pape)
ἡ, = λυχνοκαΐα, Ath. XV.701a erklärt es durch λυχναψία; vgl. Lobeck zu Phryn. p. 523 und B.A. 21.
λυχνοκαυτία, ἡ (Α) λυχνοκαυτώ
η λυχνοκαΐα.
ἡ, = λυχνοκαΐα, Ath. XV.701a erklärt es durch λυχναψία; vgl. Lobeck zu Phryn. p. 523 und B.A. 21.