λυχναψία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, acc. to Ath. 15.701b less common form for λυχνοκαυτία, Cephisod.11, cf. PAmh.2.70.10 (ii A. D.), IGRom.4.1176 (Aegae), etc.
Greek Monolingual
λυχναψία, ἡ (ΑM) λυχνάπτης
το άναμμα λύχνων
μσν.
εσπερινός.
German (Pape)
ἡ, das Lichtanzünden, Illuminieren, Ath. XV.701a.