λυχνοκαυτώ

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek Monolingual

λυχνοκαυτῶ και λυχνοκαυστῶ, -έω (Α)
καίω λύχνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + καυτῶ (< -καυτος < καίω), πρβλ. ολοκαυτώ].