λυχνοκαΐα

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυχνοκᾰΐα Medium diacritics: λυχνοκαΐα Low diacritics: λυχνοκαΐα Capitals: ΛΥΧΝΟΚΑΪΑ
Transliteration A: lychnokaḯa Transliteration B: lychnokaia Transliteration C: lychnokaia Beta Code: luxnokai/+a

English (LSJ)

Ion. λυχνοκαΐη, ἡ, lighting of lamps, illumination, Cratin.227 (but cf. Cratin.9 D.), D.C.79.16; a feast of lanterns at Sais, lamp-burning festival, festival of lamps, Hdt.2.62, J.Ap.2.9 (pl.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fête des lampes, à Saïs, en Égypte.
Étymologie: λύχνος, καίω.

Russian (Dvoretsky)

Λυχνοκᾱΐη:Возжигание светильников (праздник в городе Саис в Египте) Her.

Greek (Liddell-Scott)

λυχνοκαΐα: Ἰων. λυχνοκαΐη, ἡ, τὸ ἀνάπτειν λύχνους, λυχναψία, φωταψία, Κρατῖν. ἐν «Τροφωνίῳ» 8, Δίων Κ. 79. 16· παρ’ Ἡροδ. 2. 62, ἑορτή τις ἐν Σάϊδι τῆς Αἰγύπτου, ὁμοιάζουσα πρὸς τὴν τῶν Τούρκων «Καντὴλ γκετζεσί».

Greek Monolingual

λυχνοκαΐα, ιων. τ. λυχνοκαΐη, ἡ (Α)
1. το άναμμα λύχνων, η λυχναψία
2. ως κύριο όν. ἡ Λυχνοκαΐα
ονομασία εορτής στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -καΐα (< καίω), πρβλ. ηλιοκαΐα, λιβανοκαΐα].

Greek Monotonic

λυχνοκᾰΐα: Ιων. λυχνοκαΐη, ἡ (καίω), άναμμα λύχνων, φωταψία, γιορτή φαναριών, σε Ηρόδ.

German (Pape)

[ᾱ], ἡ, das Anzünden und Brennen der Lichter, Lampen, bei Her. 2.62 ein Fest in Sais, wobei die ganze Nacht durch Lichter brannten, eine Art Illumination, DC. 76.16; vgl. Jacobs Ach.Tat. p. 759.