λυχνοκαΐα
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
Ion. λυχνοκαΐη, ἡ, lighting of lamps, illumination, Cratin.227 (but cf. Cratin.9 D.), D.C.79.16; a feast of lanterns at Sais, lamp-burning festival, festival of lamps, Hdt.2.62, J.Ap.2.9 (pl.).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fête des lampes, à Saïs, en Égypte.
Étymologie: λύχνος, καίω.
Russian (Dvoretsky)
Λυχνοκᾱΐη: ἡ Возжигание светильников (праздник в городе Саис в Египте) Her.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνοκαΐα: Ἰων. λυχνοκαΐη, ἡ, τὸ ἀνάπτειν λύχνους, λυχναψία, φωταψία, Κρατῖν. ἐν «Τροφωνίῳ» 8, Δίων Κ. 79. 16· παρ’ Ἡροδ. 2. 62, ἑορτή τις ἐν Σάϊδι τῆς Αἰγύπτου, ὁμοιάζουσα πρὸς τὴν τῶν Τούρκων «Καντὴλ γκετζεσί».
Greek Monolingual
λυχνοκαΐα, ιων. τ. λυχνοκαΐη, ἡ (Α)
1. το άναμμα λύχνων, η λυχναψία
2. ως κύριο όν. ἡ Λυχνοκαΐα
ονομασία εορτής στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -καΐα (< καίω), πρβλ. ηλιοκαΐα, λιβανοκαΐα].
Greek Monotonic
λυχνοκᾰΐα: Ιων. λυχνοκαΐη, ἡ (καίω), άναμμα λύχνων, φωταψία, γιορτή φαναριών, σε Ηρόδ.
German (Pape)
[ᾱ], ἡ, das Anzünden und Brennen der Lichter, Lampen, bei Her. 2.62 ein Fest in Sais, wobei die ganze Nacht durch Lichter brannten, eine Art Illumination, DC. 76.16; vgl. Jacobs Ach.Tat. p. 759.