ἀναμερισμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, redistribution, Sch.rec.Pi.O.7.110.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 distribución de una suma de dinero a pagar PSI 684.12 (IV/V a.C.).
2 redistribución como explicación de ἄμπαλον Sch.Pi.p.175 Böckh.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμερισμός: ὁ, διαμερισμός, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ὀλ. 7. 110.