προκατατρίβω
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
[ῑ], crush first, Procop.Goth.4.30.
Greek (Liddell-Scott)
προκατατρίβω: κατατρίβω πρότερον, Προκοπ. Ἱστ. 651Β.
Greek Monolingual
Α
καταστρέφω, αφανίζω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατατρίβω «φθείρω, αφανίζω»].