κακοειδής
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
κακοειδές, ill-featured, D.C.78.9 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1300] ές, von schlechtem Ansehen, häßlich, D. Cass. 78, 9.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοειδής: -ές, κακὴν μορφὴν ἔχων, ἄσχημος, δυσειδής, Δίων Κ. 78. 9.
Greek Monolingual
κακοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει κακή όψη, άσχημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ειδής (< εἶδος.