ἀκεστήριον
From LSJ
τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything
English (LSJ)
τό, tailor's shop, Lib.Or.11.254.
Spanish (DGE)
-ου, τό
sastrería, lugar donde se arregla o cose ropa Lib.Or.11.254, Hsch.
German (Pape)
[Seite 71] τό, Schneiderwerkstatt, Liban.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκεστήριον: τό, ἐργαστήριον διορθωτοῦ παλαιῶν ἐνδυμάτων, Λιβάν., «ἀκεστήριον, ἠπητήριον», Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἀκεστήριον, το (Α) ἀκεστήρ
εργαστήριο για μεταποιήσεις και επιδιορθώσεις παλαιών ενδυμάτων.