μυστιλάριον
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
τό, Dim. of μυστίλη, Poll. 6.87.
Greek Monolingual
μυστιλάριον, τὸ (Α) μυστίλη
υποκορ. του μυστίλη.
Full diacritics: μυστῑλάριον | Medium diacritics: μυστιλάριον | Low diacritics: μυστιλάριον | Capitals: ΜΥΣΤΙΛΑΡΙΟΝ |
Transliteration A: mystilárion | Transliteration B: mystilarion | Transliteration C: mystilarion | Beta Code: mustila/rion |
τό, Dim. of μυστίλη, Poll. 6.87.
μυστιλάριον, τὸ (Α) μυστίλη
υποκορ. του μυστίλη.