ξηρόφλοιος

From LSJ
Revision as of 12:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηρόφλοιος Medium diacritics: ξηρόφλοιος Low diacritics: ξηρόφλοιος Capitals: ΞΗΡΟΦΛΟΙΟΣ
Transliteration A: xēróphloios Transliteration B: xērophloios Transliteration C: ksirofloios Beta Code: chro/floios

English (LSJ)

ξηρόφλοιον, with dry bark, Gp.9.16.2.

German (Pape)

[Seite 279] mit trockner Rinde, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

ξηρόφλοιος: -ον, ὁ ἔχων ξηρὸν φλοιόν, Γεωπ. 9. 16.

Greek Monolingual

-ο (Μ ξηρόφλοιος, -ον)
νεοελλ.
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο ξηρόφλοιος και το ξηρόφλοιο
βοτ. το εξωτερικό πλατύτερο, ξηρό και σκοτεινόχρωμο τμήμα του φλοιού τών φυτών, αλλ. ρυτίδωμα
μσν.
(για φυτό) αυτός που έχει ξηρό φλοιό.