τερατόομαι
From LSJ
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
English (LSJ)
Med., stare at as a wonder, Timo34.
Greek (Liddell-Scott)
τερᾰτόομαι: Μέσ., προσβλέπω τινὰ ἀτενῶς ὡς ὄντα θαυμαστόν τι, ἀποθαυμάζω χάσκων, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 4. 42.
Russian (Dvoretsky)
τερᾰτόομαι: изумляться, с изумлением смотреть, дивиться (περί τι Diog. L.).