γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
Full diacritics: κονιώδης | Medium diacritics: κονιώδης | Low diacritics: κονιώδης | Capitals: ΚΟΝΙΩΔΗΣ |
Transliteration A: koniṓdēs | Transliteration B: koniōdēs | Transliteration C: koniodis | Beta Code: koniw/dhs |
κονιώδες, ash-like, Hp.Coac.571.
[Seite 1482] ες, laugenartig, Hippocr.
κονιώδης: -ες, (εἶδος), ὅμοιος πρὸς τέφραν, Ἱππ. 213G.
κονιώδης, -ῶδες (Α) κόνις
αυτός που μοιάζει με τέφρα.