ἐκπροφέρω
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
bring forth, dub. in Man.6.733.
Spanish (DGE)
1 sacar de c. gen. γαστέρος ἐκπροφέρωσι ... Εἰλείθυιαι Man.6.733.
2 proferir ὕμνον στομάτων Orac.Sib.8.335.
German (Pape)
[Seite 777] (s. φέρω), heraus-, ans Licht bringen, Man. 6, 733, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπροφέρω: φέρω ἔξω εἰς τὸ φῶς, ἐφθαρμένον ἐν Μανέθωνι 6. 733.